συνθηματικός

συνθηματικός
η , ό[ν]
1) условный;

συνθηματικόςό σημείο — условный знак;

συνθηματικόςή γλώσσα — условный язык;

2) опознавательный;
3) воен, кодовый, закодированный;

συνθηματικός τίτλος — закодированное название;

υπό συνθηματικόςή ονομασία — под кодовым названием


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνθηματικός" в других словарях:

  • συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… …   Dictionary of Greek

  • συνθηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει σύνθημα: Το σφύριγμα αυτό είναι συνθηματικό. – Συνεννοήθηκαν με συνθηματικές φράσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνθηματικά — συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc pl συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc/acc dual συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηματικόν — συνθηματικός by preconcerted signs masc acc sg συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… …   Dictionary of Greek

  • συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»